αζωχρώματα — τα Χημ. οργανικές χρωστικές, που ανήκουν στις αμινο αζωενώσεις και στις υδροξυ αζωενώσεις και αποτελούν τη σημαντικότερη κατηγορία τών συνθετικών χρωμάτων … Dictionary of Greek
δεψίδια — Εστέρες των υδροξυ αρωματικών οξέων που σχηματίζονται, αν συμπυκνωθεί η καρβοξυλική ομάδα ενός μορίου με τη φαινολική ομάδα ενός άλλου μορίου (το μόριο αυτό μπορεί να είναι και του ίδιου οξέος). Τα δ. πήραν την ονομασία τους από τον Γερμανό… … Dictionary of Greek
κικινελαϊκός — ή, ό φρ. (βιοχ.) «κικινελαϊκό οξύ» κοινή ονομασία τού υδροξυ 12 οκταδεκενο 9 οϊκού οξέος, τού οποίου τα γλυκερίδια είναι τα κύρια συστατικά τού κικινελαίου … Dictionary of Greek
κιτρικός — ή, ό [κίτρο(ν)] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κίτρο ή, γενικά, στα εσπεριδοειδή ή αυτός που προέρχεται από κίτρο 2. φρ. χημ. «κιτρικό οξύ» άκυκλη οργανική ένωση, κορεσμένο υδροξυοξύ, γνωστό και με τη συστηματική ονομασία 3 καρβοξυ 3 υδροξυ … Dictionary of Greek
ναφθόλη — η χημ. δικυκλική οργανική ένωση, φαινόλη γνωστή και ως υδροξυ ναφθαλίνιο … Dictionary of Greek
σακχαρικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ζάχαρη 2. χημ. αυτός που είναι σχετικός με το σάκχαρο ή αυτός που προέρχεται από χημική ένωση σακχάρου (α. «σακχαρικό άλας» β. «σακχαρικός εστέρας») 3. φρ. «σακχαρικό οξύ» χημ. κοινή ονομασία… … Dictionary of Greek
σιναπικός — ή, ό, Ν [σινάπι] 1. αυτός που γίνεται με σινάπι ή που προέρχεται από σινάπι 2. φρ. «σιναπικό οξύ» χημ. ακόρεστο αρωματικό οξύ, γνωστό και ως 4 υδροξυ 3, 5 διμεθοξυ κιναμμωμικό οξύ, τού οποίου ο εστέρας με χολίνη αποτελεί τη σιναπίνη που εξάγεται… … Dictionary of Greek
συριγγαλδεΰδη — η, Ν χημ. μονοκυκλική ένωση, αρωματική αλδεύδη, γνωστή και ως 3,5 διμεθοξυ 4 υδροξυ βενζαλδεΰδη, η οποία απαντά σε πολλά φυτά, όπως λ.χ. στην πασχαλιά … Dictionary of Greek
συριγγικός — ή, ό, Ν φρ. «συριγγικό οξύ» χημ. μονοκυκλική ένωση, αρωματικό μονοκαρβονικό οξύ, γνωστό και ως 3,5 διμεθοξυ 4 υδροξυ βενζοϊκό οξύ … Dictionary of Greek
τροπικό — το, Ν φρ. «τροπικό οξύ» χημ. μονοκυκλική αρωματική οργανική ένωση, υδροοξύ γνωστό και με τη συστηματική ονομασία 2 φαινυλο 3 υδροξυ προπανοϊκό οξύ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. tropic (acid) < a tropic (< atrop ine … Dictionary of Greek